Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντοιχίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντοιχίζω [endixízo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ κτ. σε εσοχή τοίχου και το χτίζω μέσα σε αυτόν: ~ αναμνηστική πλάκα. || κατασκευάζω ή τοποθετώ κτ. μεταξύ τοίχων ή σε χώρο που περικλείνεται από τοίχους έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτούς μια συνεχόμενη και μόνιμη κατασκευή: ~ οικιακή συσκευή. || (συνήθ. μππ.): Εντοιχισμένη ντουλάπα. Εντοιχισμένες οικιακές συσκευές.

[λόγ. εν- τοίχ(ος) -ίζω μτφρδ. αγγλ.(;) immure (διαφ. το αρχ. ἐντειχίζω `περιβάλλω με τείχος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go