Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντείνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντείνω [endíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέτεινα, απαρέμφ. εντείνει, παθ. αόρ. εντάθηκα, απαρέμφ. ενταθεί : αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω την ένταση: ~ τις προσπάθειές μου. ~ την προσοχή μου. ~ τη φωνή μου. || (μτφ.): Εντάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση.

[λόγ. < αρχ. ἐντείνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go