Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσφηνώνω [ensfinóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) σφηνώνω κτ. μέσα σε άλλο καλά, μπήγω κτ. σαν σφήνα. || (μτφ.): Tου ενσφηνώθηκε η ιδέα ότι
, του μπήκε η ιδέα.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐνσφηνοῦμαι]