Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσκήπτω [enskípto] Ρ αόρ. ενέσκηψα, απαρέμφ. ενσκήψει : (λόγ.) για κακό που έρχεται, που εκδηλώνεται, που εμφανίζεται κτλ. ορμητικά και απροσδόκητα: Ενέσκηψε θύελλα / κακοκαιρία· (πρβ. ξεσπώ). Ενέσκηψε επιδημία χολέρας.
[λόγ. < αρχ. ἐνσκήπτω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενσκήπτω.
-
- (Πιθ.) επιπλήττω με δριμύτητα· κατακεραυνώνω κάπ.:
- τοις εκείσε στρατηγοίς πράττειν καλώς ενσκήψας (Βίος Αλ. 1208).
[αρχ. ενσκήπτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Πιθ.) επιπλήττω με δριμύτητα· κατακεραυνώνω κάπ.: