Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενοφθαλμίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοφθαλμίζω [enofθalmízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1.(γεωπ.) εμβολιάζω φυτό με ενοφθαλμισμό. 2. (ιατρ.) εισάγω στον οργανισμό ή σε θρεπτικό υλικό, ζωντανά μικρόβια ή κυτταρικό υλικό, με τρόπο που θυμίζει ενοφθαλμισμό φυτού.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνοφθαλμίζω· 2: κατά τη σημ. της λ. ενοφθαλμισμός2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go