Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενθυμώ [enθimó] Ρ10.9α : (λογοτ.) φέρνω κτ. στη μνήμη κάποιου· θυμίζω: «Tο χορτάρι που τη δόξα σου ενθυμεί».
[λόγ. < αρχ. ἐνθυμῶ ενεργ. του ἐνθυμοῦμαι (δες λ.) σημδ. νεοελλ. θυμίζω]