Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενθυμίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθυμίζω [enθimízo] Ρ2.1α : (λόγ.) θυμίζω: Επιτρέψτε μου να σας ενθυμίσω ότι η απόφαση αυτή ελήφθη στην τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου.

[λόγ. < μσν. ενθυμίζω < εν- θυμ(ός) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἐνθυμίζομαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθυμίζω· αθθυμίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Υπενθυμίζω:
      • τούτο δε ενθυμίζω σας, αυθέντες μεγιστάνοι, ποσώς μηδέν θελήσετε να ποίσετε άλλον δρόμον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 991· Κυπρ. ερωτ. 127).
    • 2) Αναφέρω, κάνω λόγο:
      • Διά αδιαφόρετους ο μύθος ενθυμίζει· ο λόγος τους είν’ ψεύτικος, τίποτα δεν αξίζει (Αιτωλ., Μύθ. 5113).
  • II. (Μέσ.) σχεδιάζω:
    • ουκ έπρεπέν σε ως ευγενήν τρόπον δημηγερσίας, ούτε να το ενθυμίζεσουν, εις έργον να το ποίσεις (Χρον. Μορ. P 8417).

[μτγν. ενθυμίζομαι. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στον Ησύχ., στο Βλάχ. και στο LBG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go