Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενθυλακώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθυλακώνω [enθilakóno] Ρ1α : (λόγ., συνήθ. ειρ.) βάζω στην τσέπη μου πράγμα ξένο, το κλέβω· τσεπώνω.

[λόγ. εν- θύλακ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. empocher]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go