Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενθρονίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρονίζω [enθronízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ κπ. (βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα) στο θρόνο του, στο αξίωμά του· (πρβ. ανακηρύσσω, στέφω). ANT εκθρονίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐνθρονίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθρονίζω.
  • (Προκ. για ταφή) τοποθετώ:
    • (Βίος Αλ. 6073).

[μτγν. ενθρονίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go