Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενθουσιώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιώδης -ης -ες [enθusióδis] Ε11 : α.(για πρόσ.) που κατέχεται από ενθουσιασμό: ~ ομιλητής. Ενθουσιώδεις οπαδοί. Ενθουσιώδες ακροατήριο. || που εύκολα ενθουσιάζεται: ~ τύπος / χαρακτήρας. β. (για ενέργεια, εκδήλωση) που γίνεται με ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιαστικός: ~ έπαινος. ~ υποδοχή. Ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. ~ υποστήριξη. ~ κριτική. Ενθουσιώδες άρθρο. ενθουσιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιώδης `εκστατικός΄ κατά τη σημ. της λ. ενθουσιασμός· λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιωδῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιών -ώσα -ών [enθusión] Ε12στ : (λόγ.) που βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού, που εκδηλώνει τον ενθουσιασμό του: Ενθουσιώντα πλήθη. Ενθουσιώντες οπαδοί.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιῶν μεε. του ἐνθου σιῶ (ποιητ. αντί του ἐνθουσιάζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go