Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενεχυριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεχυριάζω [enexiriázo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω κτ. ως ενέχυρο για τη λήψη δανείου: Ενεχυρίασε τα κοσμήματά της.

[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυριάζω (αρχ. ἐνεχυράζω) `παίρνω εγγύηση΄ κατά τη σημ. της λ. ενέχυρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go