Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδύω [enδío] -ομαι Ρ9 αόρ. ενέδυσα, απαρέμφ. ενδύσει, μππ. ενδεδυμένος : (λόγ.) ντύνω. ANT εκδύω. || (παθ.) ντύνομαι. || Ενδύομαι κτ., φορώ.

[λόγ. < αρχ. ἐνδύω (δες ντύνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδύω· ενδύνω· εντένω· εντύνω· ’νδύω· ντύνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ντύνω:
        • το κορμί του μ’ άρματα ολάργυρα το ντύνου (Ερωτόκρ. Δ´ 1955
      • β) (μεταφ. προκ. για αξίωμα):
        • (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧVΙ5
      • γ) βιβλιοδετώ:
        • οι γραμματικοί ενδύνουν τα βιβλία (Διήγ. παιδ. 516 κριτ. υπ).
    • 2) Επενδύω, ξοδεύω σε αγορά:
      • να εντύσει και τόσα φλουριά όσον να κερδίσει φλουριά φ´ (Rechenb. 723· Γαδ. διήγ. 131).
  • II. (Μέσ.) ντύνομαι, φορώ:
    • ο πατήρ να τους δίδει απέ το εδικόν του … να εντύνουνται (Ασσίζ. 3772
    • (μεταφ.):
      • εντύθησαν την αμαρτιάν κι εχάσασιν τα κάλλη (Πικατ. 487).

[αρχ. ενδύω. Ο τ. ενδύνω αρχ. Ο τ. εντύνω και σήμ. κυπρ. Ο τ. ντύνω και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go