Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδυναμώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδυναμώνω [enδinamóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. δυναμώνω, ενισχύω κτ. β. (μτφ.) ενισχύω κπ. ψυχικά, τον ενθαρρύνω.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδυναμ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδυναμώνω.
  • Ενισχύω:
    • Πάγαινε, αυθέντα μου, εις το καλόν και ο Θεός να σε ενδυναμώνει (Διγ. Άνδρ. 33315).

[<ενδυναμώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go