Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδημώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδημώ [enδimó] Ρ10.9α : α. (ιατρ.) για λοιμώδη νόσο που εμφανίζεται ως ενδημική σε ορισμένο τόπο: H νόσος ενδημεί στις χώρες της Aφρικής. β. (λόγ.) μένω διαρκώς σε ορισμένο τόπο.

[λόγ.: β: αρχ. ἐνδημῶ· α: κατά τη σημ. του ενδημικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδημών -ούσα -ούν [enδimón] Ε12β : (λόγ.) που ενδημεί. || (εκκλ.) ενδημούσα σύνοδος, σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία συμμετείχαν και αρχιερείς άλλων μητροπόλεων που συνέβαινε να βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδημῶν μεε. του αρχ. ρ. ἐνδημῶ (η εκκλ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go