Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενατενίζω [enatenízo] Ρ2.1α : (λόγ.) α. ατενίζω, βλέπω, παρατηρώ κτ. με προσηλωμένο το βλέμμα. β. (συνήθ. μτφ.) βλέπω νοερά κτ., νοερά προσηλώνομαι σε κτ.: ~ το μέλλον / τον κόσμο / την ιστορία.
[λόγ. < ελνστ. ἐνατενίζω]