Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναρμονίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναρμονίζω [enarmonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(μουσ.) προσαρμόζω σε μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία. 2. (μτφ.) α. προσαρμόζω, μεταβάλλω κτ., ώστε να μη συγκρούεται με άλλο, να εντάσσεται ή να ταιριάζει σε αυτό: Πρέπει να εναρμονίσετε τις προσωπικές σας φιλοδοξίες με το συμφέρον της εταιρείας. Οι προτάσεις του ήταν απόλυτα εναρμονισμένες με τους στόχους της κυβέρνησης. || (παθ., για πρόσ.) αποδέχομαι τις θέσεις, κατευθύνσεις ή επιλογές άλλου και ενεργώ σύμφωνα με αυτές: Tον κατηγορούν ότι έχει πλήρως εναρμονιστεί με την αντίπαλη παράταξη. β. συντονίζω ενέργειες κτλ. μεταξύ τους: Πρέπει να εναρμονίσουμε τις προσπάθειές μας. Εναρμονισμένες ενέργειες.

[λόγ. εναρμό ν(ιος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. s΄harmoniser (< λατ. harmonia < αρχ. ἁρμονία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go