Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναπόκειται [enapó
ite] Ρ : (λόγ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει αφεθεί στη θέληση, κρίση, εξουσία, διάθεση κτλ. κάποιου: Σ΄ εσάς ~ η απόφαση, από εσάς εξαρτάται. || (απρόσ.): ~ σ΄ εσάς να τηρήσετε τους όρους της συμφωνίας. [λόγ. γ' εν. < ελνστ. ρ. ἐναπόκειμαι `είμαι αποθηκευμένος΄ σημδ. αγγλ.(;) lie in]