Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναπόκειται
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναπόκειται [enapóite] Ρ : (λόγ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει αφεθεί στη θέληση, κρίση, εξουσία, διάθεση κτλ. κάποιου: Σ΄ εσάς ~ η απόφαση, από εσάς εξαρτάται. || (απρόσ.): ~ σ΄ εσάς να τηρήσετε τους όρους της συμφωνίας.

[λόγ. γ' εν. < ελνστ. ρ. ἐναπόκειμαι `είμαι αποθηκευμένος΄ σημδ. αγγλ.(;) lie in]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go