Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναπομένω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναπομένω [enapoméno] Ρ αόρ. εναπέμεινα και εναπόμεινα, απαρέμφ. εναπομείνει : υπάρχω ως υπόλοιπο· απομένω: Mια μόνο ελπίδα μάς εναπέμεινε.

[λόγ. < ελνστ. ἐναπομένω]

[Λεξικό Κριαρά]
εναπομένω.
  • 1)
    • α) Απομένω, υστερώ:
      • Ουδείς δε εναπέμεινε γηραιός, ούτε νέος (Διγ. Gr. 1567
    • β) υπολείπομαι:
      • να του στρέψει τα εναπομένοντα του χρέους του (Ασσίζ. 5431).
  • 2) Παραμένω:
    • βουλόμεθα δε τον … έως ου ζει αξίωμα αρχιεπισκόπου ονόματι και τιμῄ εναπομείναι (Διάτ. Κυπρ. 51029).
  • 3) Επιμένω (σε συνήθεια, ελαττώματα, κ.ά.):
    • Ει δε τοις αυτοίς εναπομένεις σκαιοίς ατοπήμασι, σε μεν αυτόθι εγκαταλείψομεν (Θεολ., Τζίρ. 35613).

[μτγν. εναπομένω. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go