Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναντιώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εναντιώνω· εναντιώνομαι.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι:
      • φοβούμενος να μη βυθιστώ …, εναντιώνοντας του προνοητικού όμματος του … Θεού (Βελλερ., Επιστ. 5420‑1).
    • 2) Αποκρούω, αντιστέκομαι:
      • Κανείς δεν ήτονε καλός να τον εναντιώσει (ενν. τον Τούρκο) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1689).
  • II. Μέσ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Παραβαίνω:
        • είτις εναντιωθεί τά ’ντιβολώ και γράφω (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1401).
      • 2) Αμφισβητώ:
        • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405).
      • 3) (Προκ. για εχθρό) απωθώ, αποκρούω:
        • διά … να εναντιωθεί των εχθρών (Σουμμ., Ρεμπελ. 158).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι:
        • αν και ήθελα εναντιωθώ …, ουδέν ήθελα επιτελειώσω (Βελλερ., Επιστ. 5418).
      • 2) Αντιστέκομαι:
        • οπόταν έχεις εις την σάρκα πόλεμον … και συ εναντιωθείς ανδρείως με νηστείες (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168262‑3).
      • 3) Διαμαρτύρομαι, αγανακτώ:
        • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432).

[<εναντιούμαι. Το μέσ. και σήμ. Η λ. το 12.(;) αι. (LBG) και στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go