Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναντιολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναντιολογώ [enandioloγó] Ρ10.9α : προβάλλω αντιρρήσεις, εκφράζω το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει κάποιος.

[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
εναντιολογώ.
  • Έρχομαι σε αντίθεση:
    • εις έν ομονοήσαντες Ιταλοί και Γραικοί, … υπεστρώθη όρος … ως ουκ εναντιολογήσουσι πώποτε (Δούκ. 26727).

[αρχ. εναντιολογέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go