Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενανθρωπίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενανθρωπίζομαι [enanθropízome] Ρ2.1β : (θεολ.) αποκτώ σωματική, ανθρώπινη υπόσταση· ενσαρκώνομαι.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐνανθρωπίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go