Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενίσταμαι [enístame] Ρ : (λόγ., επίσ.) προβάλλω, διατυπώνω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, απόφαση, ενέργεια κτλ., γραπτά ή προφορικά· (πρβ. αντιτίθεμαι). || (ειδ. νομ.) υποβάλλω, κάνω ένσταση: ~ κατά της απόφασης του δικαστηρίου.
[λόγ. < ελνστ. μέσο ρ. ἐνίσταμαι `ασκώ βέτο΄ για τους Ρωμαίους δημάρχους (αρχ. ἐνίστημι `τοποθετώ μέσα΄)]