Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενέχω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενέχω [enéxo] Ρ πρτ. ενείχα : (λόγ., για λόγο, πράξη, γεγονός) έχω, εκτός από αυτό που φαίνεται ή δηλώνεται, και κτ. άλλο νοητό και συνήθ. κακό· (πρβ. εμπεριέχω, κρύβω): H πρότασή του ενέχει δόλο.

[λόγ. < αρχ. ἐνέχω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενέχω.
  • Ενοχοποιώ:
    • Ειδέ … υποσχεθεί … και απορεί, δεν τον ενέχομεν (Νομοκριτ. 94).

[αρχ. ενέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go