Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμψυχώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμψυχώνω [empsixóno] -ομαι Ρ1 : 1.ενισχύω το ψυχικό σθένος, τις ψυχικές δυνάμεις κάποιου· εμπνέω σε κπ. θάρρος, αυτοπεποίθηση· ενθαρρύνω: Ο λόγος του εμψύχωσε τους στρατιώτες. H άφιξη ενισχύσεων εμψύχωσε τους πολιορκημένους. 2. (σπάν.) δίνω ψυχή, ζωή σε κτ. που δεν έχει (που είναι άψυχο ή νεκρό).

[λόγ. < ελνστ. ἐμψυχ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. animer, ranimer]

[Λεξικό Κριαρά]
εμψυχώνω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έμψυχος· ενσαρκωμένος, ζωντανός:
    • ο εμψυχωμένος δαίμων (Φλώρ. 583
    • (μεταφ.):
      • γραφήν εμψυχωμένην (Λίβ. Sc. 893).

[<εμψυχώ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go