Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμφωλεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφωλεύω [emfolévo] Ρ5.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ., συνήθ, για κακό) υπάρχω, κρύβομαι βαθιά μέσα σε κτ.· (πρβ. φωλιάζω): Στην ψυχή του εμφωλεύει το μίσος.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφωλεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εμφωλεύω.
  • Φωλιάζω:
    • εκ της οσμής του κέρατος … ουδέν δύνονται (ενν. τα οφίδια) εκεί να εμφωλεύσουν (Διήγ. παιδ. 350).

[μτγν. εμφωλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go