Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμφυτεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφυτεύω [emfitévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : (λόγ.) α. για μαλλιά που τοποθετούνται με ειδική μέθοδο στο τμήμα της κεφαλής που έχει χάσει το φυσικό του τρίχωμα. β. (στην οδοντιατρική) τοποθετώ τεχνητό δόντι στη θέση άλλου που έχει υποστεί εξαγωγή. γ. (ιατρ.) τοποθετώ γονιμοποιημένο ωάριο στο τοίχωμα της μήτρας.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφυτεύω & σημδ. αγγλ. engraft, implant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go