Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφορούμαι [emforúme] Ρ10.9β : (λόγ.) κυριαρχούμαι, ψυχικά ή πνευματικά, από ένα συναίσθημα, μια ιδέα κτλ.· διακατέχομαι: Εμφορείται από ευγενή αισθήματα / από τα ιδεώδη της κοινωνικής δικαιοσύνης.
[λόγ. < αρχ. ἐμφοροῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμφορούμαι.
-
- 1) Είμαι γεμάτος από κ.·
- (εδώ) χορταίνω:
- (Ιερακοσ. 35116).
- (εδώ) χορταίνω:
- 2) Κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα:
- Η δε τούτο ακούσασα, χαράς εμφορηθείσα (Διγ. Gr. 2268).
[αρχ. εμφορέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Είμαι γεμάτος από κ.·