Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμφιλοχωρώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφιλοχωρώ [emfiloxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) εισχωρώ, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου (μέσα ή μεταξύ άλλων), συνήθ. προκαλώντας κτ. κακό, δυσάρεστο κτλ· (πρβ. παρεισφρέω): Kάποια διαφωνία είχε εμφιλοχωρήσει ανάμεσά τους, είχε προκύψει.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφιλοχωρῶ `μένω με ευχαρίστηση΄ (συνήθ. για τους δαίμονες στα γήινα)]

[Λεξικό Κριαρά]
εμφιλοχωρώ.
  • Συχνάζω κάπου με ευχαρίστηση:
    • την … σύγκλητον … την πάντοτε εις την … θεοφύλακτον αυλήν εμφιλοχωρούσαν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19242‑3).

[μτγν. εμφιλοχωρέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go