Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπορευματοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορευματοποιώ [emborevmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα κοινωνικό αγαθό, μια κοινωνική λειτουργία σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής.

[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. commercialiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go