Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπλουτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπλουτίζω [emblutízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καθιστώ κτ. πλουσιότερο, αυξάνοντας την ποσότητα ή την ποικιλία των στοιχείων που το αποτελούν: ~ μια συλλογή / ένα μουσείο / μια βιβλιοθήκη. ~ ένα κείμενο με νέα στοιχεία. Tο βιβλίο κυκλοφόρησε σε νεότερη έκδοση εμπλουτισμένη με σχέδια και εικόνες. 2. (επιστ.) α. (χημ., τεχνολ.): ~ ένα μετάλλευμα, αυξάνω την περιεκτικότητά του σε χρήσιμα συστατικά. Εμπλουτισμένο μετάλλευμα. || (πυρηνική χημ.) αυξάνω το ποσοστό ορισμένου ισοτόπου που περιέχεται σε μείγμα ισοτόπων ενός στοιχείου: Εμπλουτισμένο ουράνιο. β. (ιχθυολογία): ~ ένα ιχθυοτροφείο, αυξάνω τον πληθυσμό του με τη διασπορά νέου γόνου ψαριών.

[λόγ. εμ- (δες εν-) πλούτ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. enrichir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go