Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπίπτω [embípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενέπιπτα : (λόγ.) είμαι μέσα σε κάποια προβλεπόμενα προκαθορισμένα όρια· περιλαμβάνομαι: Tο ζήτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου / στη δικαιοδοσία μου, δεν ανήκει. H περίπτωση εμπίπτει στις προβλέψεις / στις ρυθμίσεις του νόμου. || Tα αδικήματα εμπίπτουν στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
[λόγ. < αρχ. ἐμπίπτω `πέφτω μέσα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπίπτω· υποτ. αορ. ’μπέσω.
-
- Α´ (Μτβ.) πετυχαίνω:
- να ίδεις το επιχείρημα το πώς να το εμπέσεις (Λίβ. Sc. 68).
- Β´ Αμτβ.
- 1) Περιέρχομαι (στην εξουσία, τη δικαιοδοσία κάπ.):
- Το ρηγάτον της Αρμενίας έμπεσεν (ενν. με κλήρο) του ρε Λιβού (Μαχ. 9824).
- 2) (Προκ. για θρησκεία) προσχωρώ:
- ορθόδοξος χριστιανός … να ’μπέσει εις την άλλην; (Μαχ. 57620).
- 3) Παρασύρομαι:
- μηδέ και λάχει το άστοχον και εμπέσεις να απαντήσεις (Σπαν. (Ζωρ.) V 326).
- 1) Περιέρχομαι (στην εξουσία, τη δικαιοδοσία κάπ.):
[αρχ. εμπίπτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Α´ (Μτβ.) πετυχαίνω: