Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμμηνορροώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμμηνορροώ [eminoroó] Ρ10.9α : (λόγ., ιατρ., για γυναίκα) είμαι σε περίοδο εμμηνόρροιας ή έχω την περιοδική (ανά μήνα) εμμηνόρροια· έχω περίοδο.

[λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρροῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go