Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβρέχω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εμβρέχω.
  • Μουσκεύω· βουτώ σε υγρό:
    • Λάσαρον μετ’ οίνου λειώσας έμβρεχε εις αυτά κρέας (Ιερακοσ. 43919).

[μτγν. εμβρέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go