Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβολίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβολίζω [emvolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πλοίο ή πρόσωπα που επιβαίνουν σε αυτό και το κατευθύνουν) χτυπώ με το έμβολο της πλώρης άλλο πλοίο και του προκαλώ ρήγμα. || (επέκτ.) χτυπώ χρησιμοποιώντας κτ. ως έμβολο, για να προκαλέσω ρήγμα. 2. για όχημα, για πλοίο που προσκρούει με το εμπρόσθιο τμήμα του στο πλευρό άλλου.

[λόγ. έμβολ(ον) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go