Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβαθύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβαθύνω [emvaθíno] Ρ8.1α : εισδύω με τη σκέψη μου στο βάθος μιας έννοιας, εξετάζω, ερευνώ κτ. σε βάθος: ~ στην έννοια / στο περιεχόμενο ενός κειμένου. Δεν εμβαθύνουν στα πράγματα, τα εξετάζουν επιπόλαια, επιφανειακά.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβαθύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go