Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβάζω [emvázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω σε κπ. χρήματα, με επιταγή: Nα εμβάσετε το ποσό της συνδρομής στη διεύθυνση του περιοδικού.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβιβάζω `θέτω στην κατοχή κάποιου΄, αρχ. σημ.: `βάζω μέσα΄ απλολ. κατά το βιβάζω > βάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εμβάζω,
βλ. εμπάζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go