Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελευθερώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελευθερώνω [elefθeróno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. από δούλο ελεύθερο, του δίνω ελευθερία· απελευθερώνω: ~ σκλάβο / δούλο. Ελευθέρωσαν την πατρίδα του από το ζυγό της δουλείας. || αφήνω δεσμώτη ή κρατούμενο ελεύθερο: Ελευθέρωσαν τους ομήρους. 2. απαλλάσσω από εμπόδιο, βάρος, ενόχληση, υποχρέωση, δέσμευση κτλ.: Ελευθερώστε την είσοδο / τη δίοδο / το δρόμο, παραμερίστε τα εμπόδια. ~ από χρέος / από υποθήκη. Ελευθέρωσε τη σκέψη μας από το δογματισμό. || (παθ.) απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι, γλιτώνω από κτ. κακό, επαχθές. || Tου ελευθέρωσε τα χέρια, του τα απάλλαξε από δεσμά ή από ό,τι κρατούσαν και μτφ., του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει ό,τι θέλει· του έλυσε τα χέρια. || (συνήθ. παθ.) γεννώ, τίκτω: Mε το καλό να ελευθερωθείς, ευχή σε έγκυο γυναίκα· καλή λευτεριά.

[λόγ. < αρχ. ἐλευθερ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ελευθερώνω· ελευτερώνω· ’λευθερώνω· λευτερώνω· ’λευτορώνω.
  • 1) Απελευθερώνω:
    • τότε ελευτερώθη το κάστρο του Αναπλίου (Χρον. σουλτ. 1352‑3).
  • 2) Απαλλάσσω, λυτρώνω κάπ. από κ.:
    • ο πολυεύσπλαχνος Θεός μάς ελευθέρωσεν από την κόλασιν (Διήγ. πανωφ. 57).
  • 3) Απαλλάσσω κάπ. από την παρουσία μου· εγκαταλείπω:
    • (Χρον. Μορ. H 3358
    • τους συντρόφους … ελευτέρωσες και ήλθες εις εμέναν (Χρον. Μορ. H 1861).
  • 4) Εγκαταλείπω:
    • τα γράμματα τά έμαθες μηδέν τα ’λευθερώνεις (Σπαν. V suppl. 47).
  • 5) Αποφυλακίζω:
    • ήνοιξε … τας φυλακάς και ελευθέρωσε πάντας (Έκθ. χρον. 513).
  • 6) Εξαγοράζω κάπ.:
    • Περί εκκλησιαστικά σκεύη τίμια, πουλούνται διά να ελευθερώσουν αιχμάλωτα (Βακτ. αρχιερ. 152).
  • 7) Γλυτώνω:
    • τον ελευθέρωσα εγώ από τα χέρια του Μουσούρ (Διγ. Άνδρ. 37311).
  • 8) Αδειάζω κ. από κ.:
    • τον κάμπον ελευθέρωσαν εκ των νεκρών σωμάτων (Πόλ. Τρωάδ. 7281).

[αρχ. ελευθερόω. Η λ. (LBG, Meursius, ννειν, Βλάχ.) και ο τ. λευτερώνω και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go