Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελευθεροκοινωνώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελευθεροκοινωνώ [elefθerokinonó] Ρ10.9α : (ναυτ., για πλοίο και επιβάτες) επικοινωνώ ελεύθερα με την ξηρά, ύστερα από άδεια υγειονομικής αρχής.

[λόγ. ελεύθερ(ος) -ο- + κοινωνώ μτφρδ. γαλλ. communiquer librement]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go