Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελευθεριάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελευθεριάζω [elefθeriázo] Ρ2.1α : ζω, συμπεριφέρομαι με τρόπο που ξεπερνά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις μιας κοινώς αποδεκτής ηθικής, που δεν είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη: Ελευθερίαζε ως προς την τήρηση των εντολών του Kορανίου, αλλά δεν ήταν και άκρατος οινοπότης.

[λόγ. < αρχ. ἐλευθεριάζω `πράττω όπως ταιριάζει σε ελεύθερο΄ σημδ. γαλλ. libertiner]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελευθεριάζων -ουσα -ον [elefθeriázon] Ε12 : (λόγ.) που ξεπερνά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις μιας κοινώς αποδεκτής ηθικής, που δεν είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη· (πρβ. ελευθέριος): Ελευθεριάζοντα ήθη. Ελευθεριάζουσες απόψεις / συνήθειες. Ελευθεριάζουσα συμπεριφορά.

[λόγ. μεε. του ελευθεριάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go