Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεημονώ· ελεμονώ· ’λεημονώ· ελεμονούμαι· ’λεμονούμαι· προστ. μέσ. ενεστ. ελεμονήθου.
-
- (Ενεργ. και μέσ.)
- 1) Σπλαχνίζομαι, λυπάμαι· βοηθώ:
- (Πανώρ. Δ´ 344), (Θησ. (Foll.) I 91)·
- να ’ρίσεις να τους σκοτώσουν όλους … και μεν ελεμονηθείς κανέναν (Μαχ. 161).
- 2) Βοηθώ κάνοντας ελεημοσύνη:
- οπού ελεημονά πτωχόν, αυτός τον Θεόν δανείζει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2340).
- 1) Σπλαχνίζομαι, λυπάμαι· βοηθώ:
- Η μτχ. ελεμονούσα ως επίθ. = σπλαχνική:
- ελεμονούσ’ αφέντρα (Θησ. Θ´ [771]).
[<επίθ. ελεήμων. Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- (Ενεργ. και μέσ.)