Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαχιστοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαχιστοποιώ [elaxistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. ελάχιστο, το περιορίζω στο ελάχιστο. ANT μεγιστοποιώ: ~ τις πιθανότητες λάθους.

[λόγ. ελαχιστο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. minimiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go