Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαφρύνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαφρύνω [elafríno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) α. κάνω κτ. να γίνει ελαφρύτερο· ελαφραίνω. β. απαλλάσσω κπ. από βάρος ή από μέρος του βάρους του· ξαλαφρώνω. || (συνήθ. παθ.): Mε την εφαρμογή των νέων μέτρων θα ελαφρυνθούν τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαφρύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ελαφρύνω,
βλ. αλαφραίνω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go