Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δώνω.
  • 1)
    • α) Δίνω στο χέρι:
      • την γραφή διπλώνει …, στα χέρια των Αραβιτών ευθύς τότε την δώνει (Διγ. O 630
    • β) προσφέρω, κερνώ:
      • δώνει μας ρακάκι (Διήγ. ωραιότ. 290
    • γ) (προκ. για πρόσωπο) παραδίνω:
      • με χαρά στα χέρια τους την δώνει (ενν. την αδελφή) (Διγ. O 308).
  • 2)
    • α) Παρέχω:
      • Επήγα στον πνευματικόν, … και δώνει μου συγχώρηση (Διήγ. ωραιότ. 556
    • β) προσφέρω, χαρίζω:
      • αν είχα μετά χίλια μετά χαράς του έδωνα (ενν. του φτωχού) (Ρωσσέρ. 106).
  • 3) Παραχωρώ:
    • αν βούλεσαι, εγώ σου τουσε δώνω (ενν. άνδρας) (Παλαμήδ., Βοηβ. 1258).
  • 4)
    • α) Φρ. δώνω το δίκαιον = απονέμω δικαιοσύνη:
      • (Ρωσσέρ. 211
    • β) φρ. δώνω κονσούλτο = συγκροτώ, κάνω συμβούλιο, συσκέπτομαι:
      • (Λεηλ. Παροικ. 178).
  • 5) (Με αντικ. λ. όπως ραβδιά, κλπ.) ρίχνω, χτυπώ:
    • (Διγ. O 2883).

[<αόρ. έδωσα του δίδω. Η λ. στο Somav. (λ. δίδω) και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go