Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δωροδοκώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι Ρ10.9 : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.

[λόγ. < ελνστ. δωροδοκῶ, αρχ. σημ.: `δέχομαι δώρα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δωροδοκώ.
  • Προσφέρω, δίνω δώρα σε κάπ.:
    • ο αμιράς εδωροδόκησέν τον τον Διγενή (Διγ. O 2095).

[αρχ. δωροδοκέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go