Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δυσφημώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσφημώ [δisfimó] -ούμαι Ρ10.9 & δυσφημίζω [δisfimízo] -ομαι Ρ2.1 : ισχυρίζομαι ή διαδίδω κτ. που μπορεί να βλάψει την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: H αποτυχία των μαθητών μας δυσφημεί το σχολείο μας. Γίνεται προσπάθεια να δυσφημιστεί η χώρα μας διεθνώς. Οι ανταγωνιστές του δυσφημούν τα προϊόντα της εταιρείας του.

[λόγ. < ελνστ. δυσφημῶ, αρχ. σημ.: `λέω κακοσήμαδα λόγια΄· λόγ. δυσφημ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. δυσφημησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go