Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσπιστώ [δispistó] Ρ10.9α : είμαι δύσπιστος απέναντι σε κπ. ή σε κτ.: ~ στα λεγόμενά του.
[λόγ. < ελνστ. δυσπιστῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσπιστώ.
-
- Δυσκολεύομαι να πιστέψω κ., αμφιβάλλω για κ.:
- πολλά το διγνωμώ και δυσπιστώ (Λίβ. Sc. 2495).
[μτγν. δυσπιστέω. Η λ. και σήμ.]
- Δυσκολεύομαι να πιστέψω κ., αμφιβάλλω για κ.: