Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δυσανασχετώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσανασχετώ [δisanasxetó] Ρ10.9α : δηλώνω, όχι όμως έντονα, τη δυσαρέσκειά μου για την ενόχληση που μου προκαλεί κτ.: Ο κόσμος δυσανασχετεί καθημερινά με τις καθυστερήσεις των λεωφορείων. Tην πρώτη μέρα δυσανασχέτησε, ύστερα όμως κατάλαβε ότι ήταν σωστή η απόφασή μου. Στην αρχή αντιμετώπισε με υπομονή την αρρώστια του, τώρα όμως άρχισε να δυσανασχετεί.

[λόγ. < αρχ. δυσανασχετῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go