Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δυναμιτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμιτίζω [δinamitízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχειρώ να ανατρέψω μια κατάσταση, να εμποδίσω την ομαλή εξέλιξη μιας διαδικασίας, με πράξεις ή με λόγια: Δυναμιτίζεται η εθνική ενότητα.

[λόγ. δυναμίτ(ιδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. dynamite]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go