Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρομολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρομολογώ [δromoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βάζω ένα μεταφορικό μέσο να κινηθεί σε μια συγκοινωνιακή γραμμή: Tο υπουργείο θα δρομολογήσει δύο νέα πλοία στη γραμμή του Aργοσαρωνικού. 2. (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) αρχίζει η πραγματοποίηση ενός προγραμματισμένου έργου ή αρχίζει μια εξελικτική διαδικασία: Οι διαδικασίες για τη δημοπράτηση του έργου έχουν ήδη δρομολογηθεί. Nέες εξελίξεις δρομολογούνται στον οικονομικό τομέα.

[λόγ. δρομολόγ(ιον) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go