Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δραστηριοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραστηριοποιώ [δrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. παρακινώ κπ. να δράσει και μάλιστα με εντατικό ρυθμό: Οι οικολογικοί σύλλογοι έχουν δραστηριοποιηθεί για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. β. κάνω κτ. να τεθεί σε ενέργεια ή να λειτουργήσει πιο εντατικά: Mε την κίνηση δραστηριοποιείται η κυκλοφορία του αίματος.

[λόγ. δραστήρι(ος) -ο- + -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go